- φυταριά
- η, Νφυτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτάρια — φυτάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek
φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek
χλωρόφυτο — (χλωρόφυτο το εύκομο). Ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλωπιστικό φυτό με άφθονα φύλλα, επιμήκη, λογχοειδή, με καμπυλωτή κρεμαστή διαμόρφωση, ανοιχτοπράσινα, που διατρέχονται από λευκοκίτρινες λωρίδες … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ξυλοπία — (xylopia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ανονιδών, με περίπου 60 είδη που ζουν στις τροπικές ζώνες του κόσμου. Οι ξ. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλείς, με φύλλα ακέραια και επαλλάσσοντα. Τα άνθη του μασχαλιαία, μονήρη ή κατά δέσμες με… … Dictionary of Greek